- ποεσίχροος
- ποεσί-χροος, ον,A grass-coloured, ib.2.409.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποεσίχροον — ποεσίχροος grass coloured masc/fem acc sg ποεσίχροος grass coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποεσίχρους — ουν και ποεσίχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πόας, τής χλόης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα + χροος / χρους (< χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μηλό χρους] … Dictionary of Greek